- αμοιβός
- ἀμοιβός, ο (Α)1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοίοι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγήβ) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω.ΣΥΝΘ. αργυραμοιβόςαρχ.ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός].
Dictionary of Greek. 2013.